Τρίτη 2 Απριλίου 2013

ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΣΚΗΝΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΣΚΙΕΣ ΚΑΙ ΜΑΚΡΥΝΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΜΕ ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ



ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟΥΣ ΚΟΙΤΑΞΟΥΜΕ ΚΑΤΑΜΑΤΑ.
         
          Αυτή είναι μια φράση του de La Rochefoucauld που κρύβει μια μεγάλη αλήθεια. Μια φράση που έχει άμεση σχέση με το θέμα μας, αρκεί να διευκρινίσουμε τι εννοούμε με την λέξη «θάνατος» στο πλαίσιο της φυσιολογικής ή της παθολογικής εξέλιξης της ζωής.  Αλλά και ποιες δυστυχώς ιδιαιτερότητες παρουσιάζει ο καρκίνος σαν αρρώστια, και συνεπώς τι καλείται να βιώσει ο καρκινοπαθής πέρα απ’ αυτήν. Με άλλα λόγια, ίσως σκληρά αλλά πραγματικά, πόσο «παθογόνο» μπορεί να είναι το περιβάλλον του, ιατρικό, νοσηλευτικό αλλά και οικογενειακό.
          Την περασμένη εβδομάδα, διαβάζοντας την εφημερίδα, η ματιά μου έπεσε στην φράση «εκοιμήθη ο μητροπολίτης …τάδε». Τι εικόνα έρχεται μυαλό μας ακούγοντας αυτή την φράση? Προφανώς η εικόνα ενός  ηθικού και άγιου γέροντα, που έκλεισε τα βλέφαρά του για πάντα. Που ήρεμα και γαλήνια, παρέδωσε  το αμόλυντο πνεύμα και την καθαρή σάρκα του στον Κύριό του.  Έτσι λοιπόν και εμείς, γαλήνια, είμαστε έτοιμοι να συνεχίσουμε  την ζωή μας, διώχνοντας μακριά την ιδέα του δικού μας θανάτου. Ήμουν και εγώ έτοιμος εκείνη την ημέρα, τελειώνοντας την ανάγνωση της εφημερίδας να πάω να φάω  γαρίδες στο Κερατσίνι.
          Χωρίς όμως να το θέλω, το βλέμμα μου πήγε σε μια άλλη φράση: «πέθανε μετά από μεγάλη και επώδυνη μάχη με την επάρατο νόσο».  Αμέσως σφίχτηκα, και αντανακλαστικά έκλεισα την εφημερίδα και άρχισα να κοιτάω από το παράθυρο τον έξω κόσμο λες και ήταν η τελευταία μου μέρα και ήθελα να ρουφήξω την ζωή.

Ο ΚΑΚΟΣ ΛΥΚΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΤΑΙ ΣΕ ΚΑΒΟΥΡΑ ΜΕ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΕΣ ΔΑΓΚΑΝΕΣ

          Στο μυαλό μου άρχισαν να εμφανίζονται μυθικές εικόνες ενός κάβουρα με θανατηφόρες δαγκάνες που με τις δαγκωματιές του αφαιρεί σιγά-σιγά κομμάτια του σώματος, που ευνουχίζει ,που τιμωρεί.. Με μεγάλο πόνο,  πραγματικό αλλά και συμβολικό, μιας και ο επίκαιρος πόνος συνδέεται με όλα τα βιώματα πόνου του παρελθόντος. Και όταν αυτός ο πόνος δεν μπορεί παρά να φωνάξει για να ξαναπέσει στην σιωπή, όταν δεν επικοινωνείς πια με τον πόνο σου, όταν



ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΣΚΗΝΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΣΚΙΕΣ ΚΑΙ ΜΑΚΡΥΝΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΜΕ ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

          τότε το μόνο που εύχεσαι είναι να έλθει να σε απαλλάξει ο θάνατος, να σε λυτρώσει. Το πέρασμα, που παίρνει την γαλήνια μορφή που περιγράψαμε παραπάνω, οι τελευταίες πνοές ζωής που θέλεις να τις μοιραστείς με τα αγαπημένα σου άτομα.
          Ένα άλλο χαρακτηριστικό που μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι ότι η λέξη καρκίνος χρησιμοποιείται στην κοινωνία μας κυρίως μεταφορικά, χρησιμοποιώντας την μεταφορά και την μετωνυμία, και σπάνια εκφράζεται κυριολεκτικά, για να ονομάσει δηλαδή ευθαρσώς μια ασθένεια. Πολλές φορές δηλαδή ακούμε ή διαβάζουμε τις φράσεις «ο καρκίνος του πληθωρισμού», το «καρκίνωμα της ανεργίας», «ο καρκίνος της εγκληματικότητας» και τόσες άλλες.  Αλλά τις περισσότερες φορές η διάγνωση της ασθένειας ανακοινώνεται με περιγραφικό τρόπο ή με υπεκφυγές, ενώ στο μυαλό του γιατρού υπάρχουν οι εικόνες ενός αέναου και άναρχου κυτταρικού πολλαπλασιασμού . Το περίεργο είναι ότι παρεμφερείς εικόνες έχουν και πολλοί καρκινοπαθείς που δεν γνωρίζουν τους μηχανισμούς λειτουργίας της πάθησής τους.
          Η Ελένη για παράδειγμα που πάσχει από έναν μεταστατικό καρκίνο στα οστά, περιγράφει τα παρακάτω «ιερά λόγια», όπως ονόμασε  ο Ασκληπιός το όνειρο: « Ήμουν με ένα τεράστιο μωρό που είχε πάνω του το σημάδι του κακού ή του καλού. Τελικά ήταν το σημάδι του κακού, και γι’ αυτό, όταν το μωρό αυτό πήγε να με αγκαλιάσει από την μέση, το πέταξα μακριά μου».  Η ίδια, λίγο πριν την εκδήλωση της αρρώστιας της έβλεπε φωτιές.
 Ο Γιώργος, πρώην ναυτικός στο επάγγελμα, που νόμιζε ότι έχει πνευμονία, αλλά πάσχει από καρκίνο στους πνεύμονες έλεγε σε μια συνάντησή μας: « είδα χθες ένα όνειρο. Είδα ότι κοιμόμουν και ξύπνησα ξαφνιασμένος γιατί ήμουν μέσα στο σώμα μου. Μπροστά μου, υπήρχε μια λαμπερή κιτρινο-κόκκινη μάζα. Γύρω, υπήρχαν μικρά σωματάκια που προσπαθούσαν, στην αρχή τουλάχιστον, να επιτεθούν σε αυτήν την μάζα. Αλλά όταν την πλησίαζαν, εξαϋλώνονταν και εξαφανιζόντουσαν. Έπειτα, σαν να είχε γίνει μια συμφωνία, σταμάτησαν να επιτίθενται και παρέμειναν γύρω γύρω, κρατώντας κάποια απόσταση.».        
          Γιατί όμως το  κοινωνικό ασυνείδητο, στον καρκίνο τουλάχιστον,  λειτουργεί με τους κανόνες του ονείρου?

ΑΠΕΤΑΞΑΜΗΝ


Διότι ο καρκίνος στο συλλογικό ασυνείδητο είναι ο θάνατος που εγκαταστάθηκε στον άρρωστο, είναι ο ίδιος ο διάβολος.  Η καλύτερη απόδειξη είναι ότι τα θεραπευτικά μέσα που έχουμε στην διάθεσή μας είναι τα ίδια μέσα που χρησιμοποιεί και ο εξορκισμός. Αυτός ο κακοήθης όγκος, ο κακός δαίμονας που εγκαταστάθηκε στο σώμα ενός ανθρώπου και που θα αφαιρέσει κομμάτι-κομμάτι την ζωή, πρέπει να αφαιρεθεί. Είτε με το νυστέρι του χειρουργού, είτε με τις ακτινοβολίες του ακτινοθεραπευτή, είτε τέλος με τα φάρμακα της χημειοθεραπείας. Όμως, ακριβώς αυτούς τους τρεις τρόπους (κόβω, καίω, δηλητηριάζω) χρησιμοποιεί και ο εξορκισμός.
          Το πρόβλημα του καρκίνου μας αφορά όλους, μιας και όλοι μας έχουμε βρεθεί δίπλα σε άτομα που έχουν κάποια σχέση, μακρινή η κοντινή με αυτήν την αρρώστια. Μέσω του καρκίνου, μέσω αυτής της κατάρας της σημερινής εποχής, είμαστε υποχρεωμένοι να συνδιαλαγούμε με τα θεμελιώδη προβλήματα των σχέσεων του ανθρώπου με το σώμα του και με το πεπρωμένο του. Το θέμα είναι πως πραγματοποιούμε αυτή την συνδιαλλαγή.
           
          Η ισότιμη αυτή ανθρώπινη σχέση αλλά και η συνυπευθυνότητα της πορείας έχει μεγάλη σημασία για την θεραπευτική κατάληξη. Γιατί? Ας αναρωτηθούμε σε ποια ψυχική κατάσταση βρίσκεται ο καρκινοπαθής αλλά και το περιβάλλον του που βρίσκονται παγιδευμένοι σ’  αυτή την μυθοποίηση της συγκεκριμένης πάθησης. Και ας δούμε τι αλλαγές στην ψυχοσωματική ομοιοστασία γίνονται στον ασθενή, στην εκδήλωση ,αλλά και κατά την διάρκεια της εξέλιξης της αρρώστιας του.
         

ΠΑΡΑΛΥΤΗ ΨΥΧΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ

           Σε καθαρά περιγραφικό επίπεδο, η Kubler Ross αναφέρει ότι ο ασθενής περνάει τις εξής βασικές φάσεις κατά την διάρκεια της αρρώστιας του. Στην αρχή, αρνείται την διάγνωση, με την προϋπόθεση ότι του έχει αποκαλυφθεί και ξεκινάει ένα περίπλου επισκέψεων σε γιατρούς για να την διαψεύσουν. Η δεύτερη φάση, που είναι και η πιο σημαντική, χαρακτηρίζεται από μια λυσσαλέα οργή, η οποία κατά κάποιο τρόπο μπορεί να χρησιμεύσει σαν  συμμαχία του ασθενή με τον ιατρό του για να αντιμετωπίσουν μαζί την αρρώστια. Και σε αυτήν την συμμαχία πρέπει να έχει ενεργό συμμετοχή και η οικογένεια, της οποίας ο ρόλος είναι να σταθεί, όσο πιο καθαρά και ειλικρινά γίνεται, δίπλα στον ασθενή. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν νοσεί μόνο ο ασθενής, αλλά και η οικογένειά του, με την έννοια ότι πολλά συναισθήματα κρύβονται, αλλά και πολλά εμφανίζονται χωρίς να μπορεί κάποιος να τα χειριστεί. Θυμάμαι μια νέα κοπέλα με τρία παιδιά, την Ευφροσύνη, που ζήτησε να με δει, της οποίας ο άντρας έπασχε  τους τελευταίους μήνες από μεταστατικό καρκίνο στον μυελό των οστών. Η πρώτη κουβέντα που μου είπε μπαίνοντας στο γραφείο μου, και κυριολεκτώ, είναι «κύριε Βελισσαρόπουλε, ο άντρας μου δεν με ικανοποιεί πια  σεξουαλικά». Μια πραγματικότητα, προφανώς λόγω της κατάστασης της υγείας του, αλλά στην διάρκεια των συνομιλιών μας μου αποκάλυψε ότι το μόνο που την συνέδεε με τον άντρα της ήταν το σεξ, ότι πολλές φορές πριν την εκδήλωση της ασθένειας ήθελε να τον χωρίσει, και ότι αισθάνεται τώρα γι’ αυτόν οίκτο και έχει ενοχές. Οίκτος, το χειρότερο συναίσθημα δηλαδή, που οδηγεί τον ασθενή πιο κοντά στο «σχεσιακό αδιέξοδο», στην κατάθλιψη, στην απελπισία και στην παραίτηση, στον θάνατο δηλαδή. Σ’ αυτό το σημείο πιστεύω, ότι ο ρόλος του ψυχοθεραπευτή είναι απαραίτητος στον ασθενή αλλά και στην οικογένειά του, στην κρίσιμη δηλαδή καμπή που ο ασθενής αισθάνεται ότι το περιβάλλον του τον εγκαταλείπει, ότι κάνει πρόωρο αποχαιρετισμό, ενώ ο ίδιος το θέλει κοντά του. Αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τον γιατρό του, όταν η συμπεριφορά του είναι «επίσημη και επιστημονική» και δεν δημιουργεί μια ειλικρινή σχέση με τον ασθενή του. Μια άλλη ασθενής μου, η Άννα, με μεταστατικό καρκίνο στους πνεύμονες, είχε ταλαιπωρηθεί από τα φαρμακευτικά σχήματα που της έδινε ο γιατρός της σε ένα δημόσιο νοσοκομείο, χωρίς να της εξηγεί ποτέ τι φάρμακα ήτανε και ποιες ενδεχόμενα είναι οι παρενέργειες. Πριν από λίγο καιρό, όταν της αποκάλυψε ότι είχε και μετάσταση στα οστά, ενώ πριν μερικές εβδομάδες της έλεγε ότι όλα τα καρκινικά κύτταρα είχαν καταστραφεί, αποφάσισε να πάει σε έναν άλλο γιατρό, και είδε το παρακάτω όνειρο: «ήμουν στην αίθουσα  αναμονής στο νοσοκομείο και τον περίμενα, αλλά αυτός καθυστερούσε. Κάποια στιγμή μπήκε μέσα συνοδευόμενος από δύο πανέμορφες κοπέλες, και πήγε στο γραφείο του αγνοώντας με. Αισθάνθηκα αηδία και προδομένη». Νομίζω ότι η ερμηνεία του ονείρου είναι σαφής.
          Αλλά και όταν ο ασθενής καταλήγει, πρέπει κάποιος να είναι δίπλα στην οικογένεια, για να την βοηθήσει σ’ αυτήν την τόσο δύσκολη διαδικασία που είναι το πένθος. Κάποιος όμως που να γνωρίζει καλά τα συναισθήματα και τις αναπαραστάσεις που δημιουργούνται σε κάθε μέλος της οικογένειας. Να μπορεί να κατανοήσει και να αντέξει για παράδειγμα την φράση της μητέρας που μόλις πέθανε η κόρη της, είπε «μην μιλάτε δυνατά, μπορεί να ξαναγυρίσει». Η να καταλάβει την προσταγή της θείας στα αρσενικά παιδιά και στον πατέρα τους, να βγουν έξω από το θάλαμο της ετοιμοθάνατης μητέρας, επιβεβαιώνοντας αυτό που ο Φρόιντ έλεγε, ότι

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΓΕΝΟΥΣ ΘΗΛΥΚΟΥ


                                   Βαριά τα βήματα προς το γραφείο του ψυχαναλυτή που με εποπτεύει, λες και περπατάω σε μέλι. Στο μυαλό μου κυριαρχούν δύο αστερισμοί σκέψεων που συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον. Από την μια πλευρά υπάρχουν όλες οι απορίες για το τι είναι αιτιολογικά αυτό το φαινόμενο που ονομάζεται καρκίνος. Γιατί συνυπάρχουν στο DNA πέντε παράγοντες που οδηγούν το κύτταρο στην καρκινογένεση? Πώς το νεόπλασμα παρασκευάζει τελομεράση? Ισχύει η κβαντική θεωρία στο επίπεδο των τουμπουλινών του εγκεφάλου?
                                   Από την άλλη, εμφανίζονται υπαρξιακά ερωτήματα για την ζωή και τον θάνατο, και σαν τον Ρωμαίο Βοήθιο, ζητάω και εγώ από την «κυρά-φιλοσοφία» να μου δώσει απαντήσεις.
                                   Ξεφεύγοντας όμως από την διανοητικοποίηση και την εκλογίκευση που προδίδουν ένα συναίσθημα που κυμαίνεται ανάμεσα στην υπομανία και την κατάθλιψη, βρίσκομαι αντιμέτωπος με τον φόβο μου. Τον φόβο ότι και εγώ κάποτε θα πεθάνω , τον τρόμο μου ότι ο θάνατός μου ενδεχόμενα θα είναι επώδυνος. Αλλά και την ενοχή γιατί δεν μπόρεσα να βοηθήσω όσο θα ήθελα τον ασθενή μου, ενοχή που παραπέμπει στην επιθυμία της επανόρθωσης που κρύβει ο καθένας από μας. Και άλλες όμως ενοχές, προερχόμενες από προσωπικά βιώματα αυτή την φορά, όπως επίσης και αισθήματα αποχωρισμού και πόνου που επικαιροποιούνται χωρίς τις αντίστοιχες αναπαραστάσεις, στα πρόσωπα των ασθενών μου.
                                   Ο επόπτης μου με ακούει να μιλάω, να φωνάζω, να δακρύζω, να περιγράφω το όνειρο που είδα με την Ελένη την συνάδελφό μου στην εταιρεία, στην οποία φώναζα γιατί δεν είχε κάνει ακόμα την βιοψία που της είχε ζητήσει ο οδοντίατρος. Και σιγά σιγά, απομακρύνει τον πόνο  από την παγίδα της καταστολής του η την απλή εκφόρτισή του, και τον οδηγεί στον δρόμο που του αρμόζει, στην σύνδεσή του δηλαδή με τους πόνους του παρελθόντος, στην αποκάλυψη του νοήματός τους  και τέλος στην απώθησή τους.
                                   Ας πούμε την αλήθεια αγαπητοί φίλοι, όσο αντιοικονομική και αν είναι. Αν θέλεις να βοηθήσεις ουσιαστικά τον πάσχοντα συνάνθρωπό σου, αν θέλεις να σταθείς δίπλα του και όχι στο γραφείο σου διαβάζοντας papers, αν θέλεις να αντέξεις, πρέπει και εσύ να μοιραστείς με κάποιον τα συναισθήματά σου.

Διότι:

                   
ΟΠΟΙΟΣ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΒΑΘΟΣ, ΑΓΑΠΑΕΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΖΩΝΤΑΝΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου