Τρίτη 2 Απριλίου 2013

ΠΛΩΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΚΒΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ ΚΕΝΟΥ

Παραθέτω αυτό το κείμενο που έγραψα πρίν μερικά χρόνια, διότι διάβασα πρόσφατα στο καινούργιο τεύχος του περιοδικού La Recherche, ένα αφιέρωμα στην θεωρία του κενού, που τελικά είναι εξ' ίσου πλούσιος και δυναμικός με τον  χωροχρόνο που γνωρίζουμε, μιάς και υπάρχει σ' αυτόν μία διακύμανση πεδίου η οποία δεν είναι μηδενική. Απλά οι φαινομενολογικές μορφές διαφέρουν αλλά και το ποσό ενέργειας που χρειάζεται για να γίνουν αυτά τα φαινόμενα παρατηρήσιμα.
Διαβάζοντας αυτό το αφιέρωμα όπου "το κενό δεν είναι τίποτα", μου ήλθαν στο μυαλό οι παρακάτω σκέψεις, που θα ήθελα να τις συζητήσουμε:
1. Μήπως το φρουδικό ασυνείδητο μπορεί να κατανοηθεί με κβαντικούς κανόνες, αν θέλουμε να κάνουμε μια αναλογία με την επιστήμη? (ή μεταφορά αν θέλετε)?
Μήπως μπορεί να γίνει μία σύγκριση του "αρνητικού" της ψυχανάλυσης με το κβαντικό κενό?
Τέλος..........αν δεν υπάρχει το "τίποτα", ούτε κάν στο κενό.....μήπως τότε μπορούμε (ή πρέπει) να σκεφτούμε τον θάνατο με μια άλλη προοπτική? Μήπως δηλαδή ο θάνατος είναι απλά μία αλλαγή διακύμανσης πεδίου??





Πριν από 106 χρόνια, το 1825 συγκεκριμένα, ο Φρόιντ προσπάθησε να ενοποιήσει δυο διαφορετικές θεωρίες της εποχής του και η προσπάθεια του αυτή αποτυπώνεται στο βιβλίο «Σχεδίασμα για μια επιστημονική ψυχολογία». Η μία θεωρία είναι η θεωρία των νευρώνων την οποία διδάχτηκε κατά την διάρκεια των πανεπιστημιακών του σπουδών. Η άλλη, προέρχεται από την σχολή του Helmholtz-Brücke ο οποίος υποστήριζε ότι η νευρο-φυσιολογία και κατ’ επέκταση η ψυχολογία ακολουθούν τους ίδιους κανόνες με αυτούς που διέπουν την χημεία και την φυσική. Έτσι μπορούμε να δούμε στο σχεδίασμα τρεις ομάδες νευρώνων, φ, ψ, και ω, οι οποίοι διαφοροποιούνται λειτουργικά σε σχέση με την διαπερατότητα των συνάψεών τους, έναν διαφορετικό χρόνο που ονομάζει περίοδο, ποιότητες των οποίων οι εκφάνσεις υπόκεινται σε παρατήρηση και πολλά άλλα νέα για την εποχή του δεδομένα.
            Κατά την διάρκεια της συγγραφής αυτής της μελέτης και συγκεκριμένα στις 20 Οκτωβρίου 1825, ο Φρόιντ γράφει στον φίλο του Fliess το εξής γράμμα: « Την προηγούμενη εβδομάδα, κατά την διάρκεια μίας νύχτας δουλειάς, έχοντας αγγίξει το στάδιο της δυσφορίας όπου το μυαλό μου εργάζεται καλύτερα, τα εμπόδια αίφνης εξαφανίστηκαν και τα πέπλα έπεσαν και μπόρεσα να δω καθαρά από τις λεπτομέρειες της νεύρωσης μέχρι αυτήν την ιδιότητα  της φάσης της συνείδησης. Όλα βρίσκονταν στην θέση τους, τα γρανάζια ήσαν τοποθετημένα, θα μπορούσαμε να έχουμε την εντύπωση ότι βρισκόμαστε πράγματι μπροστά σε μια μηχανή που δεν θ’ αργούσε να δουλέψει μόνη της. Τα τρία συστήματα νευρώνων, οι καταστάσεις «ελεύθερη» ή «δεσμευμένη» της ποσότητας, οι πρωτογενείς και δευτερογενείς διαδικασίες, η κυρίαρχη ροπή, η τάση του νευρικού συστήματος προς τον συμβιβασμό, οι βιολογικοί κανόνες της προσοχής και της άμυνας, οι δείκτες ποιότητας,  πραγματικότητας, και σκέψης, η σεξουαλική καθοριστικότητα της απώθησης και τέλος οι παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η συνειδητή θέση, οριζόμενη σαν λειτουργία της αντίληψης, όλα αυτά εναρμονίζονταν και συνεχίζουν να είναι εναρμονισμένα.  Φυσικά αισθάνομαι μεγαλύτερη ευτυχία...».
Τι ήταν τελικά αυτό που συνέβη στο μυαλό του Φρόιντ εκείνη τη βραδιά;            Γνωρίζουμε βέβαια ότι ο επιστημονικός κόσμος έκανε αυστηρή κριτική στο βιβλίο του Φρόιντ, κατηγορώντας τον ότι απλώς φαντάστηκε ορισμένα συστήματα νευρώνων για να αποδείξει την θεωρία του. Και αυτός, πικραμένος από αυτήν την υποδοχή, οικοδόμησε την ψυχανάλυση που όλοι γνωρίζουμε, ελπίζοντας όμως μέχρι το τέλος της ζωής του ότι κάποτε, οι γνώσεις της επιστήμης θα επιτρέψουν τη επεξεργασία μιας ψυχολογίας στηριζόμενης στην νευρο-φυσιολογία.
            106 χρόνια μετά, το 2001, μήπως η σύγχρονη επιστήμη μας επιτρέπει, ξαναδιαβάζοντας το «Σχεδίασμα για μια επιστημονική ψυχολογία», να ανακαλύψουμε αναλογίες μεταξύ των επιστημών της φύσης και της ψυχανάλυσης;  Μήπως όμως για να γίνει αυτό πρέπει να ξεφύγουμε από την αναγωγιστική, μοναδοειδή και δυιστική προοπτική που χαρακτήριζε και τον ίδιο τον Φρόιντ και παρατηρήσουμε και εμείς τον κόσμο από την οπτική γωνία της μεθοδολογίας πρώτου προσώπου, έχοντας εντάξει στο σκεπτικό μας το Gestaltproblem, δηλαδή μια «εμπεριεχόμενη» τάξη όπως αυτή της ολογραφίας όπου πληροφορίες για ολόκληρη την σκηνή να εμπεριέχονται σε κάθε τμήμα της εικόνας; Και τέλος, αν μη τι άλλο, μήπως ένας από τους πλέον κατάλληλους αναγνώστες των σύγχρονων θεωριών είναι και αυτός που έχει εντάξει στην σκέψη του την ιδιαίτερη λειτουργία του ασυνείδητου;
Ας δούμε λοιπόν  πως περιγράφει η σημερινή επιστήμη τον κόσμο που μας περιβάλλει, και τα εργαλεία παρατήρησής του.
Να πούμε πρώτα απ’ όλα ότι η ελπίδα να περιγραφεί ο περιβάλλοντας κόσμος αλλά και ο ψυχισμός – βλέπε γνωσιακή ψυχολογία- σαν μια τέλεια υπολογιστική μηχανή, μηχανή Turing όπως ονομάζεται από τον εφευρέτη της, διαψεύστηκε όταν ο Gödel με το περίφημο θεώρημά του περί πληρότητας αποδεικνύει ότι δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα σύστημα κανόνων και αξιωμάτων τα οποία, αν κάποιος τα ακολουθήσει σχολαστικά, θα μπορούσαν να δώσουν απαντήσεις σε όλα τα μαθηματικά προβλήματα, όπως πίστευε ο μαθηματικός Hilbert, για τον απλούστατο λόγο ότι το σύστημα αυτό θα περιλαμβάνει κάποιες προτάσεις για τις οποίες δεν είναι αποδείξιμη ούτε η θέση τους ούτε η άρνησή τους. Άρα, ο τέλειος αλγόριθμος, ο τέλειος υπολογισμός δηλαδή, φαίνεται να μην υπάρχει. Συνεπώς, δικαιούμαστε να υποθέσουμε ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος,  είναι μη υπολογιστικός. Τι είναι όμως;
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, οι άνθρωποι πίστευαν σε ένα ντετερμινιστικό σύστημα και υποστήριζαν ότι οι νόμοι του Νεύτωνα απαντούσαν σε όλα τα ερωτήματα της επιστήμης. Ακόμα και ο Einstein, επαναπροσδιορίζοντας τη φύση του χρόνου και του χώρου μέσω της γενικής θεωρίας της σχετικότητας, απλώς συμπλήρωσε τους νόμους του Νεύτωνα. Το σύμπαν έγινε κάπως πιό ενδιαφέρον, απέκτησε μια επιπλέον διάσταση – τον χρόνο- αλλά παρέμεινε ντετερμινιστικό, ένα ρολόι με περισσότερα μεν κουμπάκια, αλλά ρολόι.
Όμως, με την έλευση της κβαντικής θεωρίας, όλα άλλαξαν ριζικά, μιας και οι έρευνες των  PlanckEinsteinMaxwellBohrHeisenberg, και άλλων οδήγησαν στην διατύπωση μιας νέας, επαναστατικής θεωρίας για την φύση του σύμπαντος. Η επαναστατικότητα της κβαντικής θεωρίας είναι πολύπλευρη. Ο δυϊσμός των στοιχειωδών φυσικών οντοτήτων, που άλλοτε ενεργούν ως σωματίδια και άλλοτε ως κύματα, προκάλεσε τα όρια της αντίληψης και ακόμα και σήμερα, υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να την αποδεχτούν σαν λογική ιδέα. Αλλά την μεγαλύτερη ίσως αντίδραση την προκαλεί η μελέτη νοητικών λειτουργιών και φαινομένων όπως η αντίληψη, η μνήμη, η διαίσθηση, η συνειδητοποίηση και κυρίως η συνείδηση, η οποία επιστρέφει δριμύτερη μετά την απόλυτη εξουσία της με τον Locke.
Η ιδέα της συνείδησης διασυνδέθηκε με τα φυσικά φαινόμενα και αμφισβητήθηκε η δισχιλιετής και πλέον διάζευξη ύλης και πνεύματος. Η κβαντική θεωρία κατέστησε σαφές ότι τα φαινόμενα του φυσικού-υλικού κόσμου γίνονται αντιληπτά μόνο μέσω μιας αλυσίδας αιτίας-αιτιατού , η οποία καταλήγει στην αντίληψη ενός παρατηρητή. Ο φυσικός κόσμος υπάρχει με μια στατιστική και ποιοτική έννοια του όρου. Η δε παρατήρηση  επιλέγει την δεδομένη έκφανσή του ανάμεσα από μια επαλληλία καταστάσεων. Ας θυμηθούμε σ’ αυτό το σημείο την φράση του Heidegger «άκουω όταν παίρνω μέρος σε αυτό που λέγεται». Αλλά ας φέρουμε στο μυαλό μας και μερικά από τα χαρακτηριστικά του ασυνείδητου: Αναπαράσταση, άχρονικότητα, συμπύκνωση, μετάθεση .κ.α.
«Ο Θεός δεν παίζει ζάρια στο σύμπαν», είχε διαμαρτυρηθεί κάποτε ο Einstein, ο οποίος δεν χώνεψε ποτέ του τα παράδοξα της πιθανολογικής κβαντικής θεωρίας. Απλά δεν μπορούσε να αποδεχτεί ότι η πραγματικότητα ήταν αποτέλεσμα στατιστικών μετρήσεων , μια υποκειμενική διάσταση. Μήπως έρχεται στο μυαλό μας το ψυχωσικό παραλήρημα; Η μήπως ο Unwelt (ο κόσμος γύρω μας) και ο Mitwelt (ο κόσμος με τον οποίο), δύο έννοιες κλειδιά της υπαρξιακής ψυχολογίας;
Ωστόσο, τα πειράματα έδειχναν ακριβώς αυτό, μία αλυσίδα αιτίας και αιτιατού που είχε σπάσει για να εισέλθει εντός της ο απρόσκλητος παρατηρητής.  Η κβαντική θεωρία, επιστημολογικά ερμηνευμένη, υπονοούσε ότι το σύμπαν δεν υπήρχε καν πριν εμφανιστούν εντός του νοήμονα όντα τα οποία, με την αντίληψή και τις μετρήσεις τους, προκάλεσαν κυριολεκτικά την εμφάνισή του μέσα από έναν νεφελώδες πιθανολογικών καταστάσεων. Η ανθρώπινη συνείδηση φαίνεται να υποκαθιστά τον λόγο του Θεού στην Γένεση. Αλλά, μήπως η εντολή «γενηθήτω το φως», δηλαδή τα κβαντικής φύσης φωτόνια είναι η απαρχή της ανάδυσης των εκφάνσεων της πραγματικότητας;
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο κλασσικός και ο κβαντικός κόσμος χωρίζονται από ένα
παράδοξο φαινόμενο, την κατάρρευση της συνάρτησης κύματος , που μοιάζει με σύνορο που χωρίζει τα φαντάσματα το μικρόκοσμου από τα όντα του μακρόκοσμου. Αυτό το παράδοξο βρίσκεται πίσω από την λεγόμενη ερμηνεία της Κοπεγχάγης, την επικρατέστερη σήμερα ερμηνεία της κβαντομηχανικής στους κύκλους των φυσικών. Η ερμηνεία της Κοπεγχάγης υποστηρίζει ότι  η παρατήρηση είναι η αιτία που ο κβαντικός κόσμος των αόρατων φαντασμάτων εκδηλώνεται ως κλασσικός.
            Ας επανέλθουμε όμως στο «σχεδίασμα» και ας μεταφερθούμε από τον  μεσοσκοπικό επίπεδο των κυττάρων, δηλαδή των νευρώνων, στο επίπεδο των μικροσκοπικών δομών και συγκεκριμένα στο επίπεδο των μικροσωλινίσκων. Οι μικροσωλινίσκοι είναι κοίλοι κρυσταλλικοί κύλινδροι διαμέτρου 25 νανομέτρων που αποτελούνται από εξάγωνες διατάξεις πρωτεϊνών που ονομάζονται σωλινίνες. Το ενδιαφέρον σημείο όσον αφορά τις σωλινίνες είναι ότι αυτές, έτσι τουλάχιστον υποστηρίζουν πολλοί επιστήμονες, μεταβάλλουν τις καταστάσεις  τους με μη ντετερμινιστικό και εντροπικό τρόπο, λειτουργούν κβαντικά δηλαδή, και ο παράγοντας που αποφασίζει για την τελική διαμόρφωσή τους είναι η θέση ενός ηλεκτρονίου στον υδρόφοβο θύλακά τους,  το οποίο αλλάζει θέση όταν λαμβάνει χώρα η λεγόμενη «υγροποίηση Froehlich”.
            Ας δούμε τι σημαίνει αυτό για μερικούς από τους σύγχρονες μελετητές των νοητικών και ψυχικών φαινομένων.
1.     Για τον Penrose υπάρχει ένας κόσμος, ένα επίπεδο αν θέλετε, στον οποίο κυριαρχούν οι κβαντικοί κανόνες και όπου συνυπάρχουν οι διαφορετικές χωροχρονικές επαλληλίες, και τον οποίο ονομάζει μοναδοειδή ή U. Παράλληλα όμως, υπάρχει και ένα δεύτερο επίπεδο, το κλασσικό, στο οποίο κυριαρχούν οι κλασσικοί νόμοι του Νεύτωνα, του Maxwell και του Αϊνστάιν. Μία διαδικασία άγνωστη ακόμα, η αντικειμενική αναγωγή ή OR μετατρέπει μια στατιστική επαλληλία σε έκφανση της πραγματικότητας.
2.     Ο Νανόπουλος υποστηρίζει ότι υπάρχει ο «φυσικός κόσμος» W, κυματικής μορφής, και ένας κόσμος W1, η «εφικτός φυσικός κόσμος» ο οποίος προκύπτει από τον W μετά από μια συγχορδιακή κατάρρευση τμήματος του χωροχρονικού αφρού. Τέλος, το σύνολο των εφικτών καταστάσεων του «νοητικού κόσμου» εκφράζεται μέσω ενός κόσμου W2.
3.     Τέλος, ο Edelman, με την θεωρία του της «επιλογής νευρωνικών ομάδων», παρομοιάζει την εγκεφαλική λειτουργία με τον τρόπο λειτουργίας του ανοσοβιολογικού συστήματος και υποστηρίζει ότι το ψυχικό φαινόμενο οφείλεται εν τέλει στον ανταγωνισμό ομάδων νευρώνων που τις οδηγεί σε διαδικασίες επιλογής.
Είναι αδύνατον να συζητήσουμε τις λεπτομέρειες αυτών των θεωριών, ο χρόνος δεν μας αρκεί, αλλά ας δούμε μερικές όψεις από την θεωρητική και πρακτική τους αξία.. Κατ’ αρχάς ας τις διατυπώσουμε με άλλα λόγια: Υπάρχει ένας  άχρονος κόσμος στον οποίο οι «καταστάσεις» συνυπάρχουν και υφίστανται υπακούοντας σε διαφορετικούς κανόνες. Μια διαδικασία οδηγεί μια από αυτές τις καταστάσεις στην ανάδυση (Πλατωνική;) και ορίζει την αντίληψη της πραγματικότητας. Μήπως θυμίζει κάτι αυτό; Την πρώτη τοπική υπόθεση;
 Έπειτα, οι θεωρίες αυτές μπορούν να ερμηνεύσουν την χρησιμότητα των ταλαντώσεων –γ (ταλαντώσεις 40 Hertz) που ανακάλυψε ο Crick, ως αλλεπάλληλες συγχορδιακές καταρρεύσεις του δικτύου των μικροσωλινίσκων.  Το «μπλοκάρισμα» του μηχανισμού των ηλεκτρονίων στις σωλινίνες που προκαλεί η αναισθησία ερμηνεύεται ως παρεμπόδιση της συγχορδιακής κατάρρευσης, με αποτέλεσμα την απώλεια της συνείδησης. Όταν η συχνότητα της –γ είναι υψηλή, μετά από χρήση για παράδειγμα χημικών διεγερτικών, τότε μειώνεται ο χρόνος για τους κβαντικούς υπολογισμούς στις σωλινίνες και η συμπεριφορά γίνεται κοινωνικά ασύμφωνη. Αντίθετα, στην διάρκεια του ύπνου, που η συχνότητα αυτή είναι μικρότερη, η μείξη για παράδειγμα δύο ή περισσότερων προσώπων ερμηνεύεται με την αντιστοίχηση με τις κβαντικές υπερθέσεις σχετικών πληροφοριών.
Ο περιορισμένος, όχι κβαντικός  αλλά αδυσώπητα Βεrgsonikos  χρόνος μου επέτρεψε να διατυπώσω μόνο μερικές πινελιές των σκέψεών μου. Αλλά ας αναρωτηθούμε εν κατακλείδι το εξής: Γνωρίζουμε όλοι την πορεία της ψυχανάλυσης και την σημασία που δίνει σήμερα στις αντικειμενοτρόπες σχέσεις. Μήπως έννοιες όπως η «αυθεντική συνάντηση», η «συνήχηση», ο «ψυχικός οργανωτής», η «μεταβίβαση» και η «αντιμεταβίβαση», ή οι «συγχρονικότητες» του Jung μπορεί να έχουν μια σχέση,  αναλογίας έστω, με την ταλάντωση-γ, ή με την ύπαρξη ιδιαίτερων κυματισμών;  Και μήπως η «κοινωνία» ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους ανθρώπους είναι και αυτή απόρροια μιας κατάρρευσης της κυματοσυνάρτησης; Μια «κυματο-συνάντηση», όπως πολύ εύστοχα ο κύριος Γιωσαφάτ ονόμασε τον τίτλο αυτής της ανακοίνωσης.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου